μοτόρι
Смотреть что такое "μοτόρι" в других словарях:
μοτόρι — το άκλ. 1. βενζινομηχανή 2. συνεκδ. το σκάφος που κινείται με βενζινομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motore < λατ. motor, ōris «αυτός που κινεί» < movēre «κινώ», (πρβλ. βαπόρι < ιταλ. vapore)] … Dictionary of Greek
μοτόρι — το ιού (λ. γαλλ.), μικρό πλοίο που διαθέτει βενζινομηχανή, το βενζινοκάικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)