μοτόρι

μοτόρι
το см. μοτέρ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μοτόρι" в других словарях:

  • μοτόρι — το άκλ. 1. βενζινομηχανή 2. συνεκδ. το σκάφος που κινείται με βενζινομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motore < λατ. motor, ōris «αυτός που κινεί» < movēre «κινώ», (πρβλ. βαπόρι < ιταλ. vapore)] …   Dictionary of Greek

  • μοτόρι — το ιού (λ. γαλλ.), μικρό πλοίο που διαθέτει βενζινομηχανή, το βενζινοκάικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»